- ιερόγραφος
- ἱερόγραφος, -ον (Μ)(για την Αγία Γραφή) αυτός που έχει γραφεί με τρόπο που προσιδιάζει σε ιερά πράγματα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο)-* + -γραφος* (πρβλ. ισό-γραφος, μεσό-γραφος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ιερογράφος — ο (Α ἱερογράφος) ο συγγραφέας ιερών βιβλίων νεοελλ. αυτός που ζωγραφίζει ιερά πρόσωπα, μορφές αγίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο) * + γραφος* (πρβλ. ανθρωπο γράφος, ημερο γράφος] … Dictionary of Greek
ιερ(ο)- — α συνθετικό λέξεων τής Αρχαίας, Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής με σημαντική παραγωγικότητα, που προσδίδει στο β συνθετικό τη σημασία «ιερός, θείος, άγιος, αφιερωμένος στον θεό». Επί πλέον, στη Νέα Ελληνική απαντά ως α συνθετικό όρων τής ανατομίας … Dictionary of Greek
-γραφος — β συνθετικό μεγάλου αριθμού συνθέτων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, το οποίο προήλθε είτε από το ουσ. γραφή* είτε απευθείας από το ρ. γράφω*. Από τα σύνθετα αυτά, 250 περίπου είναι της αρχαίας γλώσσας, από τα οποία κανένα δεν απαντά … Dictionary of Greek
ιερογραφία — η (Α ἱερογραφία) [ιερογράφος] 1. συμβολική παράσταση ιερών πραγμάτων 2. συγγραφή θρησκευτικών θεμάτων … Dictionary of Greek
ιερογραφώ — έω [ιερογράφος] 1. ζωγραφίζω συμβολικές παραστάσεις ιερών πραγμάτων 2. συγγράφω βιβλία θρησκευτικού περιεχομένου … Dictionary of Greek
ιερόπλαστος — ἱερόπλαστος, ον (Α) 1. ιερότυπος, ιερόγραφος 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἱερόπλαστα τὰ ιερόγραφα. επίρρ... ἱεροπλάστως (Α) με ιερή απεικόνιση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο)* + πλαστος (< πλάσσω), πρβλ. εύ πλαστος, χθονό πλαστος] … Dictionary of Greek